Posted tagged ‘αρχαιολογικό μουσείο θεσσαλονίκης’

Οι αγρότες της Μακεδονίας πριν από 5.500 χρόνια

July 28, 2015

assets_LARGE_t_420_54540330_type12128

Δυσανεξία στη λακτόζη είχαν οι κάτοικοι οικισμού της Εποχής του Χαλκού (2500 π.Χ.-1850 π.Χ.) στη θέση Ξεροπήγαδο στην Κοιλάδα Κοζάνης και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να πέψουν το γάλα.

Επιπλέον είχαν καστανά μάτια και σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Τα νέα δεδομένα έφερε στο φως η ανάλυση του DNA από σκελετικά κατάλοιπα που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Εποχής του Χαλκού, ένα από τα ελάχιστα αυτής της περιόδους που ερευνήθηκαν συστηματικά στον χώρο της Μακεδονίας.

assets_LARGE_t_420_54540326Πήλινο ειδώλιο από τη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης

Το αρχαίο DNA ανοίγει ένα νέο παράθυρο στην αρχαιολογική έρευνα και η ανάλυσή του δίνει πολύτιμα στοιχεία, όπως αυτά για το νεκροταφείο στο Ξεροπήγαδο που εκτείνονταν σε 1.500 τ.μ., διατήρησε 214 τάφους και «φιλοξένησε» 22 νεκρούς. Περισσότερα θα γίνουν γνωστά στη διάρκεια ημερίδας που οργανώνεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, την ερχόμενη Πέμπτη (30/7), στο πλαίσιο της έκθεσης με τίτλο «Αρχαίο DNA. Παράθυρο στο παρελθόν και στο μέλλον», η οποία θα διαρκέσει έως τον Μάιο του 2016.

Τα δεδομένα

Διακεκριμένοι παλαιογενετιστές απ’ όλο τον κόσμο θα δώσουν στοιχεία και λεπτομέρειες για τη συλλογή των δεδομένων και τις απαντήσεις που δίνει το DNA σε μια σειρά ζητήματα.

PontokomiΠήλινο γυναικείο ειδώλιο από την Ποντοκώμη Κοζάνης και κάτω φιάλη από τα Παλιάμπελα Πιερίας (και τα δύο αντικείμενα χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική Περίοδο)

«Η ανάλυση του αρχαίου DNΑ μας δίνει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, τις παθολογίες, τη λειτουργία του οργανισμού και τις μετακινήσεις που πληθυσμού του αρχαίου ανθρώπου», εξηγεί στο «Εθνος», η επίκουρη καθηγήτρια Φυσικής Ανθρωπολογίας στο τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και επιστημονικά υπεύθυνη της ημερίδας, Χριστίνα Παπαγεωργοπούλου. Ένα εξίσου σημαντικό εύρημα για τον ελλαδικό χώρο αποτελεί η ανάκτηση ολόκληρων γονιδιωμάτων από τρεις προϊστορικούς αγρότες που έζησαν στη Βόρεια Ελλάδα 7.500 με 5.500 χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα. Πρόκειται για αγρότες από τους νεολιθικούς οικισμούς στα Παλιάμπελα Κολινδρού και στα Ρεβένια Κορινού στην Πιερία, καθώς και από το Κλείτος Κοζάνης, έτσι οι επιστήμονες έχουν πλέον συγκεντρωμένο όλο το DNA τους.

«Τα δεδομένα αυτά αναλύονται και σίγουρα θα ρίξουν φως στις προγονικές σχέσεις των πρώτων Ευρωπαίων και θα δώσουν πλήθος πληροφοριών που συνδέονται με λειτουργικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά», σημείωσε η κ. Παπαγεωργοπούλου. Το αρχαίο DNA είναι κάθε ποσότητα DNA που μπορεί να ανακτηθεί από νεκρούς οργανισμούς-σκελετούς, μούμιες, κατάλοιπα προϊστορικών ή εξαφανισμένων ζώων. Μέσα από περίπλοκες και χρονοβόρες εργαστηριακές αναλύσεις ανασυντίθεται η βιολογική ιστορία και εξέλιξη αρχαίων και σύγχρονων πληθυσμών, ανθρώπων και ζώων.

Με τη μελέτη του οι επιστήμονες μπορούν πλέον να κατανοήσουν τη γενετική σχέση των σύγχρονων ανθρώπων με τα εξαφανισμένα είδη του γένους Homo, όπως οι Νεάντερταλ, να αναζητήσουν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως η εισαγωγή του νεολιθικού τρόπου παραγωγής, να μελετήσουν την εξέλιξη των μορφολογικών χαρακτηριστικών, να προσδιορίσουν τον βαθμό συγγένειας ανάμεσα σε αρχαίους σκελετούς, να πιστοποιήσουν την ύπαρξη παθολογιών και να μελετήσουν διαχρονικά την εξέλιξη ασθενειών.

«Μπορούμε να ανασυνθέσουμε μια πραγματική βιογραφία των προϊστορικών ανθρώπων», λένε οι επιστήμονες.

ΠΛΟΥΣΙΟ ΟΠΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Η έκθεση «Αρχαίο DNA. Παράθυρο στο παρελθόν και το μέλλον» εισάγει τον επισκέπτη με απλό και περιεκτικό τρόπο, χωρίς όμως να θυσιάζει την επιστημονική εγκυρότητα, στη μελέτη του αρχαίου DNA και τα αποτελέσματά της. Με ευσύνοπτο τρόπο παρουσιάζει όλα τα διαδοχικά στάδια της παλαιογενετικής έρευνας, δηλαδή τη συλλογή και δειγματοληψία του υλικού, τις εργαστηριακές αναλύσεις, την επεξεργασία και ερμηνεία των δεδομένων, καθώς και όλες τις κατηγορίες των αποτελεσμάτων που αυτή μπορεί να προσφέρει.

Περιλαμβάνει επίσης πλούσιο εποπτικό υλικό, προβολή ταινίας και έκθεση των αντικειμένων που χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο στο στάδιο της ανάλυσης του αρχαίου DNA. Επίσης το υλικό πλαισιώνεται από αρχαία αντικείμενα που αποκάλυψαν οι έρευνες στις ίδιες αρχαιολογικές θέσεις του βορειοελλαδικού χώρου από τις οποίες προέρχεται και το σκελετικό υλικό στο οποίο βασίζεται η έρευνα του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.

ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ, Εθνος

«Αρχαίο DNA.Παράθυρο στο παρελθόν και το μέλλον»

July 9, 2015

arxaio-dna-parathuro-sto-parelthon-kai-to-mellon

Πρωτοποριακή και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα χαρακτήρισαν τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) την έκθεση «Αρχαίο DNA. Παράθυρο στο παρελθόν και το μέλλον», η οποία ξεκινά στις 15 Ιουλίου, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.Την έκθεση διοργανώνει το Μουσείο, σε συνεργασία με το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το οποίο διεξάγει – μέσω της επίκουρης Καθηγήτριας του τμήματος Ιστορίας Εθνολογίας, Χριστίνας Παπαγεωργοπούλου – έρευνα για το παλαιογενετικό υλικό συγκεκριμένων νεολιθικών θέσεων στη Θεσσαλονίκη, την Πιερία και την Κοζάνη.

Συγκεκριμένα, η έκθεση περιλαμβάνει αντικείμενα, που χρησιμοποιούνται στο εργαστήριο στο στάδιο της ανάλυσης του αρχαίου DNA, πλούσιο εποπτικό υλικό που επεξηγεί την πολύπλοκη και χρονοβόρα αυτή διαδικασία, καθώς και 96 ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στις περιοχές έρευνας, από τις οποίες προέρχεται το σκελετικό υλικό. Στόχος της είναι να δοθεί μια σφαιρική εικόνα της ανθρώπινης δραστηριότητας στις θέσεις αυτές και να παρουσιαστούν, με κατανοητό τρόπο, όλα τα διαδοχικά στάδια της παλαιογενετικής έρευνας.

arxaio-dna-parathuro-sto-parelthon-kai-to-mellon (1)

Βιωματική περιήγηση γύρω από τη σύγχρονη έρευνα στο αρχαίο DNA

Η πρωτοτυπία της έκθεσης δεν αφορά μόνο στη θεματολογία της, αλλά και στον τρόπο που παρουσιάζεται, καθώς, ως το πέρας της, τον Ιούνιο του 2016, η αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης θα έχει μεταμορφωθεί σε εργαστήριο.

Έντονος φωτισμός, χρήση λευκού, μπλε και πράσινου χρώματος, καθώς και άλλες παρεμβάσεις, θα παραπέμπουν στην ατμόσφαιρα ενός απολυμασμένου εργαστηριακού περιβάλλοντος, ενώ, κατά τη διάρκεια των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, θα παρέχονται στα παιδιά ποδιές, μάσκες και γάντια. Πρόθεση των διοργανωτών είναι οι επισκέπτες όλων των ηλικιών να αποκτούν την εμπειρία μιας βιωματικής περιήγησης γύρω από τη σύγχρονη έρευνα στο αρχαίο DNA, η οποία εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για τη βιολογική ιστορία του ανθρώπου.

arxaio-dna-parathuro-sto-parelthonkai-to-mellon (2)

Η μελέτη βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο

Όπως ειπώθηκε στο ΚΑΣ, στην έκθεση θα παρουσιαστούν και κάποια συμπεράσματα ανθρωπολογικής φύσεως των περιοχών έρευνας, δηλαδή ελάχιστα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, στοιχεία για το χρώμα των ματιών και μαλλιών των κατοίκων, τις ασθένειες, από τις οποίες έπασχαν, ακόμα και το αν οι νεολιθικοί άνθρωποι είχαν δυσανεξία στη λακτόζη ή όχι.

Ωστόσο, όπως τονίστηκε, δεν υπάρχουν πληροφορίες περί της προέλευσης και της καταγωγής τους, καθώς γενικά η μελέτη του αρχαίου DNA βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο. Η έκθεση, μετά το πέρας της, θα παρουσιαστεί, πιθανότατα, και σε άλλες περιοχές στην Ελλάδα, ενώ δεν αποκλείστηκε και η διεξαγωγή σεμιναρίων σε ανθρώπους, που συμμετέχουν σε ανασκαφές σχετικά με τη σωστή περισυλλογή παλαιογενετικού υλικού.

arxaiologiko-mouseio-thessalonikis

Η έκθεση, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο δράσης της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, βασίζεται στην έρευνα, που διενεργεί τα τελευταία χρόνια η κα Παπαγεωργοπούλου. Τα 96 αντικείμενα (αγγεία, ειδώλια, εργαλεία κ.ά.) προέρχονται από τις θέσεις Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, Παλιάμπελα Κολινδρού Πιερίας, Κλείτος, Τούμπα Κρεμαστή, Μαυροπηγή, Ξηρολίμνη και Ποντοκώμη Κοζάνης, στις οποίες έχουν γίνει αναλύσεις αρχαίου DNA σε σκελετικό υλικό.

Ναυτεμπορική

Θησαυροί …χαμένοι στην αποθήκη

April 19, 2015

aΑκέραιο χρυσό στεφάνι ελιάς, που εκτίθεται ήδη στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Θεωρούνταν ότι προέρχεται από τον τάφο Α του Σέδες, όμως προέρχεται από τον τάφο Β του Τσάγεζι στην περιοχή της Αμφίπολης

Έναν «άγνωστο» αρχαιολογικό θησαυρό που προέρχεται από τέσσερις τάφους της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου (τέλος 4ου π.Χ. αιώνα) -οι δύο με πλούσια κτερίσματα, ο τρίτος μνημειακός με είσοδο και ο τέταρτος, ένας μικρός συλημένος- στο παλιό στρατιωτικό αεροδρόμιο του Σέδες στη Θεσσαλονίκη, που είχε αποκαλυφθεί το 1938 από τους σπουδαίους αρχαιολόγους Νίκο Κοτζιά και Χαράλαμπο Μακαρόνα και ένα μεγάλο μέρος του παρέμενε μέχρι τώρα σε κιβώτια στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, φέρνει στην επιφάνεια η διευθύντριά του, Πολυξένη Αδάμ – Βελένη, μαζί με την αρχαιολόγο Ανναρέτα Τουλουμτζίδου.

Η δημοσίευση της ανασκαφής έγινε μόνο το 1956 με άρθρο του Ν. Κοτζιά στον επετειακό 100ό τόμο της Αρχαιολογικής Εφημερίδας, αλλά τα στοιχεία για τα ευρήματα ήταν περιορισμένα, δεδομένου ότι από τους τέσσερις τάφους ο ένας (τάφος Α) επιχώθηκε κατά της διάρκεια της κατασκευής του υδατόπυργου του αεροδρομίου και οι άλλοι (Β, Γ, Δ) καταχώθηκαν.

Ένα μικρό μέρος των ευρημάτων βρίσκονται από χρόνια στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, πολλά όμως παρέμεναν στα κιβώτια, ακόμη και χωρίς συντήρηση. Ανάμεσά τους χρυσά κοσμήματα, 40 χρυσά φύλλα μυρτιάς από στεφάνι που όμως δεν είναι εύκολο να ανασυσταθεί, χρυσά νήματα, μια λόγχη με σιδερένια αιχμή δόρατος, έναν χάλκινο καθρέφτη, γυναικείες πήλινες προτομές, αλλά και τμήματα από… αρτίδιο, ένα είδος ζυμαριού με αλεύρι, λάδι και μέλι, εύρημα μοναδικό για τον ελλαδικό χώρο.

Ο τάφος Α ανήκε σε γυναίκα, έφερε τα χρυσά φύλλα από στεφάνι μυρτιάς, χρυσά κοσμήματα και χρυσά νήματα υφάσματος. Ο τάφος Β ήταν ο πιο εντυπωσιακός, ανήκε σε άντρα, είχε μόνο τρία ευρήματα, μία λόγχη, ένα πήλινο λυχνάρι και ένα αγγείο. Ο τάφος Γ ανήκε σε γυναίκα, πιθανόν ηλικιωμένη, που δεν κάηκε -βρέθηκαν μέχρι και δόντια της- και έφερε πλούσια ευρήματα, κοσμήματα, αξεσουάρ, αλλά και έναν χάλκινο καθρέφτη.

bΤμήματα από το χρυσό στεφάνι μυρτιάς που βρέθηκαν στον τάφο Α. Βρέθηκαν 40 φύλλα, με ορατά ίχνη καύσης. Το στεφάνι δεν έχει ανασυσταθεί

Ένα επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως σε ένα χαρτοκιβώτιο με αντικείμενα από τον τάφο Α υπήρχε μια ομάδα ελεφαντοστέινων πλακιδίων και διακοσμητικών στοιχείων που δεν είχαν απασχολήσει όλα αυτά τα χρόνια τους αρχαιολόγους. Μετά από έρευνα και μελέτη, κατέληξαν πως πρόκειται για διακοσμητικά στοιχεία από δύο κιβωτίδια, εκ των οποίων το πιο περίτεχνο, σχεδόν μικρογραφία των χρυσών λαρνάκων της Βεργίνας, που έφερε πιθανότατα στο κάλυμμά του δύο γυναικείες μορφές ανάμεσα σε κιονίσκους, την Περσεφόνη, που σώζεται, και πιθανόν τη Δήμητρα.

«Πρόκειται για μια συστάδα τάφων μέσα σε τύμβο, για μέλη της ίδιας οικογένειας, που είχε κάποια οικονομική επιφάνεια», δήλωσε στο «Εθνος» η κ. Τουλουμτζίδου, ενώ η κ. Βελένη μίλησε για «τη χαρά και τη συγκίνηση του αρχαιολόγου που ανακαλύπτει σπουδαία ευρήματα μέσα σε κουτιά».

cΟ μικρός κυβωτιόσχημος τάφος Α, στο Σέδες. Περιείχε τμήματα χρυσού στεφάνου, χρυσά κοσμήματα και υπολείμματα πυράς. Η φωτογραφία είναι του 1938.

Το στεφάνι

Μέχρι σήμερα στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης εκτίθεται ένα ακέραιο χρυσό στεφάνι ελιάς, το οποίο θεωρούνταν ότι προέρχεται από τον τάφο Α του Σέδες. Η νέα μελέτη έδειξε ότι προέρχεται από τον τάφο Β του Τσάγεζι στην περιοχή της Αμφίπολης Σερρών. Επίσης, δεν προέρχεται από το Σέδες και ένα χρυσό παραμορφωμένο και ελλιπές ενώτιο με κεφαλή αντιλόπης. Αν και απεικονίζεται στη δημοσίευση των τάφων από τον Ν. Κοτζιά, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο άρθρο του, ενώ περιλαμβάνεται στον κατάλογο εγκιβωτισμού μεταλλίνων του 1941 και αναφέρεται ως προέλευσή του το Στίβρεσι Κιλκίς. «Εξάλλου, τυπολογικά ανήκει στους μετά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα χρόνους, που είναι ασύμβατη με τη χρονολόγηση των υπόλοιπων ευρημάτων του τάφου και η περιεκτικότητά του σε χρυσό είναι πολύ χαμηλότερη από τα κοσμήματα του τάφου Α στο Σέδες», ανέφερε η κ. Βελένη.

dΠήλινο λυχνάρι που βρέθηκε στον μνημειακό τάφο Β στο Σέδες

Ο τάφος Α ήταν μικρός, κυβωτιόσχημος και περιείχε δύο τμήματα χρυσού στεφάνου. Αλλα τμήματα αυτού του στεφανιού βρέθηκαν μαζί με υπολείμματα πυράς πάνω από την κάλυψη του τάφου, μαζί με έναν χάλκινο καθρέφτη, τμήμα χρυσής αλυσίδας, 40 χρυσά φύλλα μυρτιάς με ορατά ίχνη καύσης και σχετικές παραμορφώσεις. Το στεφάνι αυτό έχει ομοιότητες με δύο παρόμοια, ένα από τη Λητή Θεσσαλονίκης και ένα από την Ποτίδαια Χαλκιδικής, που χρονολογούνται στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα.

Από τα ευρήματα του τάφου Α οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι η νεκρή κάηκε σε ξύλινη κλίνη με χάλκινες εφηλίδες- διακοσμητικά στοιχεία όμοια με τις κεφαλές καρφιού- φορώντας χρυσοΰφαντο ένδυμα και χρυσά κοσμήματα που διατηρήθηκαν αποσπασματικά. Παραμορφωμένα από την καύση ήταν τα χρυσά νήματα-lemallae υφάσματος, όπως έδειξε η εξέταση με μικροσκόπιο. Ο χάλκινος καθρέφτης μαζί και ένας χάλκινος κάδος ρίχτηκαν στην πυρά, ενώ όπως προέκυψε παρόμοια κάτοπτρα είναι γνωστά από την Αλεξάνδρεια, την Κυδωνία, την Αθήνα, την Ερέτρια κ.α. Τα παλαιότερα είναι δύο κάτοπτρα από την Αθήνα και την Απολλωνία του Πόντου και χρονολογούνται στα 360-350π.Χ.

eΛόγχη με σιδερένια αιχμή δόρατος από τον μνημειακό τάφο Β, στον οποίο υπήρχε ταφή άντρα και χάλκινο κάτοπτρο (καθρεφτάκι) που βρέθηκε στα προσωπικά αντικείμενα της ηλικιωμένης νεκρής του τάφου Α

Οκτώ γυναικείες πήλινες προτομές «έντυναν» εξωτερικά τον τάφο Α. Σε έναν νέο άντρα ανήκε ο τάφος Β΄, ο πιο εντυπωσιακός από τους τέσσερις. Ο μνημειώδης θαλαμωτός τάφος, διαστάσεων 2Χ3 μέτρα, με αμφικλινή στέγη και μεγάλο θυραίο άνοιγμα, ήταν συλημένος και βρέθηκαν μόνο μία λόγχη, ένα πήλινο λυχνάρι και ένα αγγείο-πελίκη. Η λόγχη με τη σιδερένια αιχμή δόρατος είναι δύσκολο ακόμη και να συντηρηθεί, αποδίδεται ωστόσο σε κυνηγετική και όχι πολεμική σκευή, κατάλληλη για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων. Όσο για την ερυθρόμορφη πελίκη, έφερε παράσταση αρματοδρομίας με τέθριππο, ενώ ακέραιο βρέθηκε το πήλινο τροχήλατο αβαφές λυχνάρι, που εκτίθεται στο Μουσείο.

Η πλούσια νεκρή, οι γρύπες και η μεγάλη μάχη

Αναμφισβήτητα ο πιο πλούσιος σε ευρήματα ήταν ο τάφος Γ, ο οποίος εντοπίστηκε τον Ιούλιο του 1938. Εκτός από τα ελεφαντοστέινα αντικείμενα που στόλιζαν τα δύο κιβωτίδια και παραπέμπουν σε μικρογραφία από τις χρυσές λάρνακες της Βεργίνας, εντυπωσιακό είναι και το ελεφαντοστέινο αδράκτι της νεκρής, λίγα θραύσματα του οποίου έχουν βρεθεί, ενώ από το ίδιο υλικό ήταν και το κτένι της. Σύμφωνα με την κ. Βελένη, η αυξημένη χρήση του ελεφαντοστού στη Μακεδονία σημειώνεται μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία.

Στην κεντρική πλευρά της κλίνης υπήρχε παράσταση μάχης Αριμασπών -μυθικό έθνος, σκυθικής προέλευσης, πολεμοχαρείς, μονόφθαλμοι που είχαν τα μαλλιά τους δεμένα με χρυσάφι- και γρυπών, δηλαδή τέσσερα ζεύγη πιθανότατα Αριμασπών και γρυπών, με ελεφαντοστέινα τα κεφάλια και τις ασπίδες των μορφών και τα κεφάλια και φτερά των γρυπών, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα ήταν από επίχρυσο κονίαμα. Είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται το θέμα αυτό (Αριμασποί και γρύπες) σε χρηστική κλίνη με ελεφαντοστέινη διακόσμηση – παρόμοιο θέμα είναι γνωστό μόνο από έναν τάφο στον Αγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης, αλλά οι μορφές είναι από πηλό και κοσμούσαν ταφικής χρήσης κλίνη.

Πορφυρά στρωσίδια

Η νεκρή ήταν πιθανόν ηλικιωμένη, τάφηκε πάνω στην κλίνη, με πορφυρά στρωσίδια, σκεπάστηκε με ύφασμα που είχε ραμμένα 40 πήλινα επίχρυσα δισκάρια-κομβία και σε κάθε μία από τις τέσσερις γωνίες της κλίνης περάστηκε από ένα επίχρυσο στεφάνι, μυρτιάς και κισσού, αλλά και περιδέραια από πήλινες επίχρυσες χάνδρες. Το τελετουργικό αυτό είναι γνωστό και από άλλες πλούσιες ταφές στη Μακεδονία, ανδρών αλλά και γυναικών κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή.

Να σημειωθεί ότι τα νέα ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάστηκαν πρόσφατα από τις δύο αρχαιολόγους στο αρχαιολογικό συνέδριο σε μια εργασία με τον τίτλο «Σέδες 1938: addenda (προσθήκες) και corrigenda (διορθώσεις) στα ευρήματα των τάφων Α, Β και Γ».

ΜΑΡΙΑ ΡΙΤΖΑΛΕΟΥ, Εθνος

1.800 ετών το χρυσό στεφάνι

June 26, 2012

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑΣ

Στον 3ο – 4ο αιώνα μ.Χ. ανήκει ο ανεκτίμητης αξίας «θησαυρός» που διέσωσε η Αστυνομία από τρεις αρχαιοκάπηλους στις αρχές του μήνα

Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και από άγνωστο για την ώρα εργαστήριο κατασκευάστηκαν το χρυσό στεφάνι και το κόσμημα που διέσωσαν οι αστυνομικοί του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, συλλαμβάνοντας στις αρχές του μήνα στην Ασπροβάλτα τρεις αρχαιοκάπηλους οι οποίοι ετοιμάζονταν να τα πουλήσουν.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Εθνους» το βάρους ενός κιλού και καθαρότητας 23 καρατίων χρυσό στεφάνι είναι αναμφισβήτητα των ρωμαϊκών χρόνων (3ος ή 4ος αιώνας μ.Χ.) και είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος καθώς κανένα ανάλογό του -πέραν των μακεδονικών- δεν υπάρχει για παράδειγμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει τη μεγαλύτερη συλλογή στη χώρα.

Αειθαλές έργο τέχνης

 

Παρά το γεγονός ότι έχουν δημοσιοποιηθεί υπολογισμοί που λένε ότι η αξία του φτάνει και τα 15 εκατ. ευρώ, εξειδικευμένοι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η φράση «η αξία του είναι ανεκτίμητη» βρίσκεται κοντύτερα στην πραγματικότητα για ένα τέτοιο εύρημα. Κι αυτό διότι καθένα από τα χρυσά στεφάνια της αρχαιότητας -κάποια μόνο σήμερα βρίσκονται σε μουσεία- είναι μοναδικό, καθότι δεν γινόταν μαζική παραγωγή τους από τα εργαστήρια που αναλάμβαναν να τα κατασκευάσουν. Είναι πρώτα ένα αειθαλές έργο τέχνης που ταξιδεύει στον χρόνο και ο χρυσός τού δίνει επιπλέον αξία, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι πολύ μεγαλύτερη της τρέχουσας τιμής αγοράς του πολύτιμου μετάλλου.

Για τους αστυνομικούς ήταν μία τεράστια επιτυχία η οποία για τους αρχαιολόγους θα ολοκληρωθεί όταν μάθουν και από ποιο ακριβώς σημείο το έβγαλαν οι αρχαιοκάπηλοι, αφού σίγουρα ανήκε σε κάποιον επιφανή της αρχαιότητας και οι πληροφορίες που θα συγκεντρώνονταν από μία συστηματική αρχαιολογική έρευνα θα πρόσθεταν σίγουρα τη γνώση για έναν άγνωστο αρχαιολογικό χώρο.

Θυμίζουμε ότι στις αρχές του μήνα οι αστυνομικοί εμφανιζόμενοι ως αγοραστές του χρυσού στεφανιού και του κοσμήματος (ένα ολόχρυσο βραχιόλι που σχηματίζεται από συμπλεκόμενα φίδια) συνέλαβαν τρία άτομα -τα οποία εμφανίστηκαν ως μεσάζοντες- στην περιοχή της Ασπροβάλτας, ενώ αναζητούν ένα τέταρτο άτομο το οποίο είναι πολύ πιθανό να γνωρίζει το σημείο όπου έγινε η λαθρανασκαφή. Τις μέρες που ακολούθησαν τις συλλήψεις κυκλοφόρησε η φήμη ότι είναι πιθανό το στεφάνι να προέρχεται από τη Θράκη και όχι από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας.

Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι δυνατό ακόμη να επιβεβαιωθούν αν δεν γίνει πρώτα γνωστό το σημείο της λαθρανασκαφής. Σίγουρο πάντως είναι ότι ανάλογα στεφάνια υπάρχουν σε συλλογές μουσείων κυρίως του εξωτερικού με τα οποία θα πρέπει τώρα να γίνουν οι -συχνά ακατόρθωτες και σίγουρα πάντως χρονοβόρες- αντιστοιχήσεις.

Αγνωστο επίσης παραμένει αν το στεφάνι και το κόσμημα θα μείνουν στη Θεσσαλονίκη ή θα μεταφερθούν στην Αθήνα ή κάποιο άλλο αρχαιολογικό μουσείο της χώρας.

Απόστολος Λυκεσάς

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22784&subid=2&pubid=63675466

 

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Η φωνή της γης

February 26, 2012

Η δημοσίευση των ευρημάτων της «ξεχασμένης» ανασκαφής των τάφων του Δερβενίου στη Μακεδονία. Η χρονολόγησή τους στα τέλη του 4ου αιώνα ή στις αρχές του 3ου π.Χ. συμπαρασύρει και όλα τα άλλα ευρήματα της περιοχής.

Είναι γνωστή η δυστοκία που υπάρχει στη δημοσίευση ανασκαφών. Ετσι η εμφάνιση του βιβλίου αυτού, που αφορά μια ανασκαφή που έγινε πριν από 35 ολόκληρα χρόνια, δεν μπορεί παρά να χαροποιεί τους αρχαιολόγους και ιδιαίτερα αυτούς της Κλασικής Αρχαιολογίας. Πολύ περισσότερο που αυτή σχετίζεται με μια σημαντική περίοδο της ιστορίας της Μακεδονίας, στα χρόνια αμέσως μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν η Πέλλα ήταν η πρωτεύουσα μιας κοσμοκρατορίας. Στις αρχές του 1962 εργασίες διαπλάτυνσης της οδού Θεσσαλονίκης – Λαγκαδά, 9,5 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, έφεραν στο φως επτά τάφους, πέντε κιβωτιόσχημους, έναν λακκοειδή και έναν μονοθάλαμο, μακεδονικού τύπου. Οι τάφοι αυτοί πρέπει να σχετίζονται με μια σημαντική αρχαία πόλη, τη Λητή, που βρισκόταν κοντά στο σημερινό Δερβένι και η οποία από τα αρχαϊκά χρόνια συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς οικισμούς της περιοχής. Ορισμένοι από τους τάφους αυτούς ήταν πλουσιότατα κτερισμένοι ενώ δύο είχαν ήδη εντοπιστεί από αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι και αφαίρεσαν τα πολυτιμότερα κτερίσματά τους. Τα πιο σημαντικά αντικείμενα από το εύρημα αυτό, όπως μεταλλικά αγγεία και σκεύη, εκτίθενται από καιρό στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ωστόσο στην αρχαιολογική επιστήμη ήταν πλημμελώς γνωστά, κυρίως από καταλόγους εκθέσεων που έγιναν κατά καιρούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μόνον ένας κατάκοσμος, με ανάγλυφες διονυσιακές παραστάσεις, μπρούντζινος κρατήρας, ένα πραγματικά αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής τορευτικής, είχε δημοσιευτεί το 1978 από την Ε. Γιούρη. Στους περισσότερους από τους τάφους οι νεκροί είχαν καεί ενώ μόνον σε έναν είχαμε με βεβαιότητα ενταφιασμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι νεκροί ανήκαν στην ανώτερη τάξη των ευπόρων γαιοκτημόνων, δηλαδή στη μακεδονική αριστοκρατία.

Τα κτερίσματα, σε ορισμένους τουλάχιστον από τους τάφους αυτούς, ήταν πάρα πολλά και μερικά ήταν κατασκευασμένα και από πολύτιμα υλικά, όπως π.χ. από χρυσό, ασήμι και ελεφαντοστό. Είχαμε και ένα σπάνιο για τον ελληνικό χώρο εύρημα, έναν πάπυρο, στον οποίο διασώζεται το παλιότερο ίσως δείγμα ελληνικής γραφής που γνωρίζουμε ως σήμερα πάνω σε ένα τέτοιο υλικό. Δικαίως λοιπόν η ανασκαφή αυτή απασχόλησε όχι μόνον τον ελληνικό αλλά και τον διεθνή Τύπο. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η αρχαιολογική έρευνα του βορειοελλαδικού χώρου ήταν ως την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων της Βεργίνας από τον αείμνηστο Μαν. Ανδρόνικο το 1977 εντελώς περιορισμένη και επομένως ευρήματα όπως τα παραπάνω ήταν για την εποχή τους εντελώς πρωτόγνωρα για τη μακεδονική γη.

Στην αρχή του βιβλίου, μετά από έναν σύντομο χαιρετισμό του υπουργού Πολιτισμού και έναν πρόλογο, έχουμε το ιστορικό της ανασκαφής. Μια ανασκαφή που χρωματίστηκε και από ένα δυσάρεστο γεγονός, όταν εργάτης έχασε τη ζωή του καθώς καταπλακώθηκε από τις ογκώδεις καλυπτήριες λιθόπλινθους ενός τάφου. Ακολουθεί η παρουσίαση των τάφων και του περιεχομένου τους με μορφή καταλόγων. Για τους καταλόγους αυτούς, όπου εκτός από τις περιγραφές των κτερισμάτων έχουμε παράθεση βιβλιογραφίας και αναφορών σε παράλληλα ευρήματα, εργάστηκαν η Δ. Ακτσελή (για τα αλάβαστρα), η Δ. Ιγνατιάδου (για τα γυάλινα), η Αικ. Ρωμιοπούλου (για τα ασημένια) και ο Γ. Τουράτσογλου (για την κεραμική, τον οπλισμό, την ιπποσκευή, τα κοσμήματα ενδυμασίας, τα έπιπλα, τις πήλινες προτομές, τα νομίσματα και τα διάφορα μικροαντικείμενα). Για τα χρυσά και τα χάλκινα συνεργάστηκαν οι Γ. Τουράτσογλου και Π. Θέμελης, οι οποίοι ανέλαβαν και τον συντονισμό της όλης προσπάθειας. Ακολουθεί η πραγμάτευση της αρχιτεκτονικής των τάφων, των ταφικών εθίμων, των ίδιων των κτερισμάτων, των εργαστηρίων της τορευτικής από τα οποία προήλθαν τα ευρεθέντα μεταλλικά αγγεία και σκεύη, της χρονολόγησης των τάφων και τέλος έχουμε ένα κεφάλαιο όπου επιχειρείται η ένταξη του όλου ευρήματος στην εποχή του. Το συνθετικό αυτό μέρος του βιβλίου, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Π. Θέμελη. Μόνο το κεφάλαιο το σχετικό με τα ευρήματα και την εποχή τους το έχει γράψει ο Γ. Τουράτσογλου, διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου, ο οποίος μαζί με τον Π. Θέμελη έχουν συνεργαστεί και στο κεφάλαιο της χρονολόγησης. Η περίληψη στα αγγλικά που ακολουθεί είναι στην πραγματικότητα η μετάφραση όλου του συνθετικού τμήματος του βιβλίου. Τέλος έχουμε τα ευρετήρια και μια πλούσια εικονογράφηση.

Είναι, θα έλεγα, αυτονόητο ότι η δημοσίευση μιας ανασκαφής, αν δεν γίνει από τον ανασκαφέα της, είναι ελλιπής και στερεί από την επιστήμη πολλές πληροφορίες. Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα κάπως διορθώνονται καθώς ένας από τους συγγραφείς του βιβλίου αυτού, ο Π. Θέμελης, έτυχε να πάρει μέρος στη σημαντική αυτή ανασκαφή πριν από 35 χρόνια, ως έκτακτος επιστημονικός βοηθός. Σε δικά του ημερολόγια και σχέδια, όπως και σε ανάλογα των Γ. Μάντζιου και Ε. Μαυρομμάτη, που επίσης συμμετείχαν στην ανασκαφική έρευνα, βασίστηκε η δημοσίευση αυτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με το βιβλίο αυτό οι πληροφορίες μας για τη Μακεδονία στους χρόνους αμέσως μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου έγιναν πιο πλούσιες. Ιδιαίτερα εμπλουτίστηκαν οι γνώσεις μας για τα εργαστήρια της τορευτικής που παρήγαγαν τα θαυμάσια μεταλλικά αγγεία και σκεύη των τάφων. Τα περισσότερα από τα εργαστήρια αυτά, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να εργάζονταν στην ίδια την πρωτεύουσα των Μακεδόνων, την Πέλλα, της οποίας ο Γ. Οικονόμος, σχεδόν αμέσως μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό, άρχισε την ανασκαφική έρευνα.

Σίγουρα μεγάλη συζήτηση θα προκαλέσει η άποψη των συγγραφέων ότι η χρονολόγηση των τάφων του Δερβενίου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., στα χρόνια δηλαδή του Κασσάνδρου, συμπαρασύρει και όλα τα ανάλογα ευρήματα που γνωρίζουμε από τον χώρο της Μακεδονίας ως προς τη χρονολόγησή τους. Και ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγουν και τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, στις αρχαίες Αιγές. Πράγματι «ρευστό χρήμα (αλλά και πολύτιμα σκεύη, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή) εισέρρευσε στη Μακεδονία από την ασιατική περιπέτεια μόνο στο διάστημα από τα μέσα της δεκαετίας του 330/20 π.Χ. ως το πολύ και το τέλος της πρώτης πενταετίας μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου». Ωστόσο η χρονολόγηση όλων των μακεδονικών τάφων στη μετά τον Αλέξανδρο εποχή, με βάση τις ως τώρα γνώσεις μας, είναι κάτι που ξαφνιάζει. Οπωσδήποτε στο σημείο αυτό απαιτείται μια πιο τεκμηριωμένη έρευνα.

Με το φροντισμένο, από εκδοτική άποψη, αυτό βιβλίο, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων συμμετείχε στον εορτασμό της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997. Οσοι συνέβαλαν ώστε αυτό να δει το φως της δημοσιότητας και κυρίως οι συγγραφείς πρέπει να αισθάνονται ικανοποιημένοι για το έργο που επετέλεσαν. Οι τελευταίοι ανέλαβαν να βγάλουν «τα κάστανα από τη φωτιά» και το έκαναν με επιτυχία. Εκαναν προσιτό στην αρχαιολογική επιστήμη ένα ιδιαίτερα σημαντικό, όσο και ξεχασμένο, υλικό και με σαφήνεια μας έδωσαν όλες σχεδόν τις πληροφορίες που μπορούσαν να μας δώσουν. Η δημοσίευση αυτή, χωρίς αμφιβολία, με τις συζητήσεις που θα προκαλέσει, θα συμβάλει σημαντικά στην προώθηση της αρχαιολογικής και γενικότερα ιστορικής έρευνας στον χώρο της Μακεδονίας των τελευταίων δεκαετιών του 4ου αι. π.Χ.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=97765

Ο κρατήρας του Δερβενίου

August 2, 2011

Κρυμμένα αρχαία μυστικά

 

02 Αυγούστου 2011

Βρίσκονται προσεκτικά τοποθετημένα σε προθήκες. Μπορεί να έχουμε περάσει δεκάδες φορές από μπροστά τους και όμως δεν έχουμε σταθεί να «ακούσουμε» τα μυστικά τους. Πολύτιμα εκθέματα μουσείων – διάσημα ή εντελώς «άγνωστα» – και μνημεία ανά την Ελλάδα που έχουν να διηγηθούν μια κρυμμένη ιστορία. Μια ιστορία που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, δεν γράφεται στις λεζάντες, δεν μπορεί να τη διαβάσει κάποιος παρά μόνο αν έχει στο πλευρό του έναν ξεναγό ή έναν εξειδικευμένο επιστήμονα. Η στήλη αυτή θέλει να επισημάνει εκείνα τα αντικείμενα και τα μνημεία που έχουν ιδιαίτερη ιστορία. Να ρίξει φως σε όσα δεν φαίνονται. Να ασκήσει το μάτι να προσέχει τις λεπτομέρειες. Και να δώσει αφορμή για ακόμη μία επίσκεψη στα μουσεία. Σειρά σήμερα έχει ο κρατήρας του Δερβενίου από τη Λάρισα, το μοναδικό ακέραιο χάλκινο αγγείο με ανάγλυφες παραστάσεις που σώζεται από τον 4ο αιώνα π.Χ

Μοναδικό στο είδος του εύρημα και προϊόν προηγμένης τορευτικής του 4ου αι. π.Χ., το αγγείο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως τεφροδόχος στον τάφο Β’ του Δερβενίου, ενώ αρχικά προοριζόταν για την ανάμειξη του κρασιού με νερό. Ο κρατήρας σώζεται ακέραιος και το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού. Το ύψος του φτάνει σχεδόν το ένα μέτρο (0,91 εκατοστά). Η κεντρική σκηνή του αγγείου καλύπτεται από το ζευγάρι Διόνυσος και Αριάδνη που εικονίζεται σε μία στιγμή χαλάρωσης, ενδεχομένως ύστερα από ερωτική πράξη (ιερός γάμος). Η πλούσια διακόσμησή του ενσαρκώνει έναν ύμνο στον θεό Διόνυσο, στην παντοδυναμία του, στη φύση και την εξουσία του πάνω στη ζωή και τον θάνατο. Στην κύρια όψη εικονίζεται ο ιερός γάμος του θεού με την Αριάδνη. Γύρω τους κάποιες Μαινάδες – ακόλουθοι είναι συνεπαρμένες στον οργιαστικό τους χορό, ενώ άλλες κάθονται αποκαμωμένες στον ώμο του αγγείου. Μυθικές μορφές, θηρία, ήμερα ζώα, κλαδιά αμπέλου και κισσού διακοσμούν όλες τις επιφάνειες του αγγείου. Στο χείλος, μια επιγραφή με ασημένια γράμματα μαρτυρά το όνομα του κατόχου του: είναι ο Αστίων, γιος του Αναξαγόρα, από τη Λάρισα. Είναι το μοναδικό ακέραιο χάλκινο αγγείο με ανάγλυφες παραστάσεις που σώζεται από αυτή την εποχή. Δημιουργός του είναι ίσως ένας γλύπτης και τορευτής από κάποια ιωνική πόλη της Χαλκιδικής, που μαθήτεψε στην Αθήνα ή απλώς ήταν εξοικειωμένος με την αττική τέχνη και τεχνική. Χρονολογείται στο 330-320 π.Χ. Και μπορεί ένας…Υδραίος να μην έχει καμία δουλειά στη Λάρισα, ένας Λαρισαίος όμως στη Μακεδονία είχε, διότι… οι Αλευάδες (αρχαιότατο θεσσαλικό δυναστικό γένος, που βασίλευσε στη Θεσσαλία μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ) οι οποίοι κατάγονταν από τον Αλεύα, εγγονό του Ηρακλή, όταν ο γειτονικός οίκος των Φερών άρχισε να γίνεται επικίνδυνος ζήτησαν τη βοήθεια των Μακεδόνων, που νίκησαν τον οίκο των Φερών και τους γλίτωσαν από τον κίνδυνο. Επειδή όμως όλα απαιτούν ανταλλάγματα, από τότε χρονολογείται και η εξάρτηση της Θεσσαλίας από τη Μακεδονία ενώ με τον καιρό οι Αλευάδες έχασαν την εξουσία και υποτάχθηκαν στον Φίλιππο Β’ ο οποίος πήρε όμηρους στη Μακεδονία την αριστοκρατική οικογένεια. Οσο για την άγνωστη επιγραφή του πασίγνωστου κρατήρα ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ πρόκειται ουσιαστικά για θεσσαλική παραλλαγή (ντοπιολαλιά) της αιολικής διαλέκτου. Αν μεταγραφόταν στην αττική διάλεκτο θα έγραφε: Αστίων Αναξαγόρου εκ Λαρίσης. Σήμερα θα μπορούσε να γράφει… (σε απόλυτα σύγχρονα θεσσαλικά) «Η Αστιουνάκους τουν Αναξαγοραίων απ’ τ’ Λάρσα».

info: Τον κρατήρα του Δερβενίου μπορείτε να δείτε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Μανόλη Ανδρόνικου 6,

http://www.tanea.gr/politismos/article/?aid=4646614